επορκίζω — ἐπορκίζω (Α) εξορκίζω … Dictionary of Greek
εφορκίζω — (ΑΜ ἐφορκίζω) δ. τ. τοῡ ἐπορκίζω νεοελλ. εκκλ. διώχνω με την επίκληση τού Αγίου Πνεύματος το πονηρό πνεύμα από τον κατηχούμενο χριστιανό, εξορκίζω μσν. κατηχώ απίστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ίζω (< ὅρκος)] … Dictionary of Greek